- ἐποικονομία
- ἐποικονομ-ία, ἡ,A apporlionment, ἔργων ἢ παθῶν ἐ. rhetorical arrangement of them, Longin.11.2(nisi leg. ἐποικοδομία).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εποικονομία — ἐποικονομία, ἡ (Α) διανομή κατ’ αναλογία … Dictionary of Greek